ορθόδοξος

ορθόδοξος
ορθόδοξος , -η, -ο
1) православный:

ορθόδοξη διδασκαλία — православное учение

ορθόδοξη παράδοση — православное предание;

2) Ορθόδοξη / Ορθόδοξος Εκκλησία η — Православная Церковь – Единая, Святая, Соборная и Апостольская Церковь, которая под руководством Духа Святого неизменно правильно и славно сохраняет учение Иисуса Христа

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορθόδοξος" в других словарях:

  • ὀρθόδοξος — orthodox masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… …   Dictionary of Greek

  • ορθόδοξος — η, ο 1. αυτός που έχει σωστή γνώμη. 2. αυτός που μένει στην πρωταρχική μορφή μιας θεωρίας και δεν ακολουθεί τις παραλλαγές της. 3. ως ουσ., πιστός που ανήκει στο ανατολικό ορθόδοξο δόγμα: Χριστιανός ορθόδοξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθοδοξότατα — ὀρθόδοξος orthodox adverbial superl ὀρθόδοξος orthodox neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοδοξότατον — ὀρθόδοξος orthodox masc acc superl sg ὀρθόδοξος orthodox neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοδόξως — ὀρθόδοξος orthodox adverbial ὀρθόδοξος orthodox masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθόδοξον — ὀρθόδοξος orthodox masc/fem acc sg ὀρθόδοξος orthodox neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοδοξοτάτην — ὀρθόδοξος orthodox fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοδοξοτάτου — ὀρθόδοξος orthodox masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοδοξοτέρους — ὀρθόδοξος orthodox masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοδοξότατε — ὀρθόδοξος orthodox masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»